ὀστέινοι

ὀστέινοι
ὀστέϊνοι , ὀστέινος
made of bone
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελαφίδες — (cervidae). Οικογένεια μηρυκαστικών θηλαστικών που αριθμεί τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Τα περισσότερα αρσενικά της πρώτης έχουν στο μέτωπο οστεώδη, συμπαγή κέρατα, που ανανεώνονται κάθε χρόνο.… …   Dictionary of Greek

  • ημικυκλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ημικύκλιο 2. αυτός που έχει σχήμα μισού κύκλου («ημικυκλική αψίδα») 3. ανατ. φρ. «ημικυκλικοί σωλήνες» τρεις ημικυκλικοί οστέινοι σωλήνες στο εσωτερικό κάθε λιθοειδούς οστού. επίρρ... ημικυκλικώς και ά με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”